μέθη

μέθη
η (ΑM μέθη)
1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη
3. μτφ. ενθουσιασμός («η μέθη τής νίκης)
νεοελλ.
1. ιατρ. α) κατάσταση ευφορικής διέγερσης με διαταραχές τής αντίληψης, τού συντονισμού τών κινήσεων, τής άρθρωσης τού λόγου και, μερικές φορές, με εκδήλωση επιθετικότητας, που οφείλονται σε λήψη μεγάλης ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών
β) η ανάλογη κατάσταση που οφείλεται στη λήψη μεγάλων ποσοτήτων ψυχοτρόπων κατευναστικών φαρμάκων, όπως λ.χ. βαρβιτουρικών και αιθέρα
γ) ελαφρά νάρκωση η οποία γίνεται για την εκτέλεση μικροεπεμβάσεων
δ) φρ. «μέθη τών δυτών» — κατάσταση η οποία εμφανίζεται σε αυτόνομους δύτες σε βάθος άνω τών 30 μέτρων και που εκδηλώνεται με αίσθημα ασυνήθους ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας, συνοδεύεται από ζάλη και περίεργη συμπεριφορά και οφείλεται στη ναρκωτική δράση τού αζώτου στο αίμα, καθώς και στη σπασμογόνα δράση τού οξυγόνου και στην κατασταλτική επίδραση τού διοξειδίου τού άνθρακα
2. μτφ. ερωτική παραφορά, αισθησιακή τέρψη
αρχ.
1. συνεκδ. το κρασί
2. μτφ. σκοτοδίνη («κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῑς δεινοῑς ὑπὸ μέθης τοῡ φόβου ναυτιᾷ», Πλάτ.)
2. στον πληθ. αἱ μέθαι
συμπόσια με μεγάλη κατανάλωση κρασιού, ευωχίες, τσιμπούσια («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ ταῑς μέθαις», Πλάτ.)
4. ως κύριο όν. ἡ Μέθη
προσωποποίηση τού μεθυσιού στην τέχνη («γέγραπται δὲ ἐνταῡθα καὶ Μέθη, Παυσίου καὶ τοῡτο ἔργον, ἐξ ὑαλίνης φιάλης πίνουσα». Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ελεύθερα σχηματισμένο από το ρ. μεθύω, κατά το σχήμα πλήθη < πληθύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέθη — strong drink fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθῃ — μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθη — η 1. ψυχική και διανοητική διαταραχή που προκαλείται από τα οινοπνευματώδη ποτά ή άλλες τοξικές ουσίες, το μεθύσι, το μεθοκόπημα. 2. μτφ., ενθουσιασμός: Παρασύρθηκε από τη μέθη του έρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθῇ — μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μεθῆι — μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθαι — μέθη strong drink fem nom/voc pl μέθᾱͅ , μέθη strong drink fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθηι — μέθῃ , μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθαις — μέθη strong drink fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθην — μέθη strong drink fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”